βελάζω — βελάζω, βέλαξα βλ. πίν. 23 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
βελάζω — και μπελάζω 1. (για πρόβατα και γίδια) βγάζω τη χαρακτηριστική φωνή μπε, μπε 2. (για άνθρωπο) α) σκούζω, θρηνώ β) ζητώ κάτι μ επιμονή. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένο ρ. από το βε ή μπε, χαρακτηριστικό της φωνής των προβάτων] … Dictionary of Greek
μηκώμαι — (Α μηκῶμαι, άομαι) (για πληγωμένο άνθρωπο ή ζώο) βγάζω στεναγμό από τον πόνο, βογγώ νεοελλ. (για βόδι) μουγκρίζω, μουγκανίζω αρχ. 1. (για τα πρόβατα ή τις αίγες) βελάζω, βληχώμαι 2. (για καταδιωκόμενο ελαφάκι ή λαγό ή κάπρο) φωνάζω, σκούζω, βγάζω … Dictionary of Greek
αναβελάζω — 1. (για πρόβατα και κατσίκες) βελάζω δυνατά 2. (για παιδιά) κλαίω, γκρινιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + βελάζω] … Dictionary of Greek
καταβληχώμαι — καταβληχῶμαι, άομαι (Α) βελάζω δυνατά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + βληχῶμαι «βελάζω»] … Dictionary of Greek
περιμηκώμαι — άομαι, Α (αντί περιμυκῶμαι) μηκώμαι, βελάζω εδώ κι εκεί (ἔριφοι περιμηκήσονται», Ορφ. Λιθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + μηκῶμαι «βελάζω»] … Dictionary of Greek
αμνός — ο (Α ἀμνὸς) (θηλ. Α ἀμνὰς και ἀμνὴ και ἀμνίς, Ν αμνάδα) 1. το νεογνό τού προβάτου, αρνί, αρνάκι 2. φρ. «ο αμνός τού Θεού» ο Χριστός μσν. το ύφασμα τού επιταφίου, όπου εικονίζεται το σώμα τού Χριστού αρχ. 1. ανόητος, κουτός 2. άκακος, πράος,… … Dictionary of Greek
βληχώμαι — βληχῶμαι ( άομαι) (Α) 1. (για πρόβατα και σπανιότερα για γίδια) βελάζω 2. (για νήπια) κλαίω. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. βληχή] … Dictionary of Greek
μηκάζω — (Α) 1. (για πρόβατα και αίγες) μηκώμαι, βληχώμαι, βελάζω 2. (για πρόσ.) φωνάζω δυνατά, επίμονα, σκούζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. μηκῶμαι] … Dictionary of Greek
μπελάζω — βλ. βελάζω … Dictionary of Greek